- περιολκή
- περιολκήdrawing awayfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιολκῇ — περιολκή drawing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιολκή — ἡ, Α [περιέλκω] 1. τράβηγμα προς τα έξω, κένωση, έκκριση («ἔμετοι... καὶ αἱ κάτω περιολκαί», Ορειβ.) 2. αντιπερισπασμός 3. παραφροσύνη, μανία … Dictionary of Greek
περιολκαί — περιολκή drawing away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιολκῆς — περιολκή drawing away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιολκήν — περιολκή drawing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιολκῶν — περιολκή drawing away fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιολκάς — περιολκά̱ς , περιολκή drawing away fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)